- λαρισαιοποιοί
- λαρισαιοποιοί ή λαρισοποιοί, οἱ (Α)οι κατασκευαστές λαρισαϊκών αγγείων ή, κατά δ. ερμ., οι άρχοντες οι οποίοι, με ειδική τελετουργία, έκαναν Λαρισαίο πολίτη κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. Λαρισαίος + -ποιός (< ποιῶ)].
Dictionary of Greek. 2013.